αερολογικός

αερολογικός
-ή, -ό [αερολογία II]
ο σχετικός με τον επιστημονικό κλάδο τής αερολογίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αερολογία — Αεροκουβέντες, λόγια του αέρα, άσκοπες φλυαρίες, ματαιολογίες. (Μετεωρ.) Κλάδος της μετεωρολογίας, που μελετά τα φαινόμενα της ελεύθερης ατμόσφαιρας, δηλαδή ασχολείται με μελέτες σε ύλη πάνω από 3.000 μ. όπου τα ατμοσφαιρικά στρώματα δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”